Ιρκούτσκ

Ιρκούτσκ
(Irkutsk). Πόλη (593.700 κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (767.900 τ. χλμ., 2.748.000 κάτ.). Βρίσκεται 65 χλμ. Δ της λίμνης Βαϊκάλης, στη συμβολή των ποταμών Ιρκούτ και Ανγκαρά. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της Σιβηρίας, συγκοινωνιακός κόμβος στη σιδηροδρομική γραμμή του Υπερσιβηρικού και κέντρο πολλών αυτοκινητοδρόμων. Έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία (μεταλλουργία, επεξεργασία ξυλείας, βιομηχανία τροφίμων), είναι σπουδαίο επιστημονικό και πολιτιστικό κέντρο, με πανεπιστήμιο, ινστιτούτα (πολυτεχνικό, γεωργικό, παιδαγωγικό, ιατρικής κλπ.), θέατρα, βιβλιοθήκες, νοσοκομεία, λαογραφικό μουσείο, μουσείο τέχνης κ.ά. Το κεντρικό μέρος της πόλης βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ανγκαρά, όπου συγκεντρώνονται τα κυριότερα διοικητικά και εμπορικά ιδρύματα, τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα θέατρα, καθώς και τα ωραιότερα τμήματα της πόλης με πολλά πάρκα και πλατείες, όπως αυτή του Κίροφ. Το Ι. ιδρύθηκε το 1661 ως φρούριο στη δεξιά όχθη του Ανγκαρά και το 1764 έγινε το κέντρο του ομώνυμου κυβερνείου. Κατά την τσαρική περίοδο, τόσο η πόλη όσο και η επαρχία ήταν τόποι εξορίας των πολιτικών αντιπάλων. Η σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε εκεί στις 4 Ιανουαρίου 1918 και έκτοτε έγινε έδρα της κεντρικής εκτελεστικής επιτροπής των σοβιέτ της Σιβηρίας. Τον Ιούλιο του 1918 καταλήφθηκε από τους Λευκοφρουρούς, αλλά μετά την εξέγερση των εργατών και στρατιωτών εναντίον του καθεστώτος Κολτσάκ (1919) αποκαταστάθηκε η σοβιετική εξουσία στην πόλη στις 25 Ιανουαρίου 1920. Η ομώνυμη διοικητική περιφέρεια περιλαμβάνει την ανθρακοφόρα λεκάνη του Ι. που έχει πλάτος 80 χλμ. και έκταση 42.700 τ. χλμ. Τα ολικά της αποθέματα σε γαιάνθρακες ανέρχονται σε δισεκατομμύρια τόνους και προμηθεύουν καύσιμα στις σιδηροδρομικές μεταφορές, σε εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας και σε δημόσιες και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το Ι. έχει κλίμα ηπειρωτικό και πλούσια βλάστηση στα δάση, όπου ζουν πολλά γουνοφόρα ζώα. Η περιοχή έχει εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικότερες της Σιβηρίας ως προς την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τις βιομηχανίες (δασική, επεξεργασίας ξύλου, παραγωγής χαρτιού κλπ.), τη μεταλλουργία και την εξόρυξη ορυκτών (χρυσού, μαγνησίτη, μαρμαρυγία, ορυκτού άλατος, πετρελαίου κ.ά.). Επίσης ανεπτυγμένη είναι η κτηνοτροφία (εκτρέφονται βοοειδή, χοίροι, αιγοπρόβατα και πουλερικά, αλλά και τάρανδοι και γουνοφόρα ζώα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ρομ, Μιχαήλ Ίλιτς — (Ιρκούτσκ, Σιβηρία 1901 – Μόσχα 1971). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1934 με τον Πούσκα, κινηματογραφική διασκευή του περίφημου διηγήματος του Μοπασάν Boul de suif, δοκιμάζοντας καινούριες λύσεις στον τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Αγκαρά ή Ανγκαρά — Ποταμός (1.799 χλμ.) της Σιβηρίας. Διαρρέει την περιοχή του Ιρκούτσκ και την ακραία περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Πηγάζει από το ΝΔ άκρο της λίμνης Βαϊκάλης και είναι δεξιός παραπόταμος του ποταμού Γιενισέι. Ο ποταμός είναι πλωτός από το Ιρκούτσκ έως …   Dictionary of Greek

  • πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αζαντόφσκι, Μαρκ Κονσταντίνοβιτς — (1888 – 1954). Ρώσος λαογράφος και φιλόλογος. Σπούδασε ιστορία και φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δίδαξε στα πανεπιστήμια Τομσκ, Ιρκούτσκ και Αγίας Πετρούπολης και διηύθυνε το λαογραφικό τμήμα του μουσείου Πούσκιν της Μόσχας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Αρμπούζοφ, Αλεξέι Νικολάγεβιτς — (Aleksei ΝikolayevichArbuzov, Μόσχα 1908 – 1986).Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Απόφοιτος της θεατρικής σχολής του Λένινγκραντ, ασχολήθηκε με τη συγγραφή έργων που στοχεύουν κυρίως στη διαμόρφωση του πνεύματος της νεολαίας. Με τα κείμενά του… …   Dictionary of Greek

  • Βαϊκάλη — (Baykal). Λίμνη (30.500 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, στη νότια Σιβηρία. Έχει πολύ στενόμακρο σχήμα με κατεύθυνση από τα ΝΔ στα ΒΑ, μήκος 600 χλμ. και πλάτος που ποικίλλει από 30 έως 100 χλμ. Καταλαμβάνει τον χώρο μιας τεκτονικής τάφρου που… …   Dictionary of Greek

  • Καρέζη, Τζένη — (Αθήνα 1934 – 1992). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Ευγενίας Καρπούζη. Αποφοίτησε από το γαλλικό κολέγιο Σαν Ζοζέφ και αργότερα σπούδασε υποκριτική στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έκανε τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Κιάχτα — (Kyakhta ή K’achta). Πόλη (18.300 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Μπουριατίας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με τη Μογγολία και βρίσκεται 35 χλμ. Α του σιδηροδρομικού σταθμού Ναούσκι. Ιδρύθηκε το 1727 μετά τη συνθήκη του… …   Dictionary of Greek

  • Κολτσάκ, Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς — (Aleksandr Vasiliyevich Kolchak, 1874 – 1920). Ρώσος ναύαρχος. Κατατάχθηκε το 1891 στο πολεμικό ναυτικό και τα έτη 1900 και 1912 συμμετείχε σε διάφορες εξερευνητικές αποστολές στον Αρκτικό ωκεανό. Διακρίθηκε στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904 5),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”